- ινάριον
- ἰνάριον, τὸ (Μ)υποκορ. βλ. ίνα (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰνάριον — strand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰναρίῳ — ἰνάριον strand neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνάρια — ἰνάριον strand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek